πίδακα

πίδακα
πί̱δακα , πῖδαξ
spring
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εγχυτήρας — Συσκευή για την εισαγωγή, υπό μορφή πίδακα, ενός ρευστού ή ενός μείγματος σε ορισμένους κλειστούς χώρους, οι οποίοι αποτελούν μέρη μιας θερμικής ή υδραυλικής μηχανής. Χρησιμοποιείται για να αντικαθιστά κυρίως τις αντλίες, όταν η χρήση τους δεν… …   Dictionary of Greek

  • διάθλαση — Εκτροπή η οποία συντελείται σε μια ακτινοβολία, ιδιαίτερα στο φως, κατά τη δίοδό της από ένα διαπερατό σε αυτή μέσο σε ένα άλλο (π.χ. από τον αέρα στο νερό, από τον αέρα στο γυαλί, μεταξύ διαφόρων γυαλιών). Ονομάζεται γωνία πρόσπτωσης η γωνία i… …   Dictionary of Greek

  • Ήρων ο Αλεξανδρεύς — (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.).Μαθηματικός και μηχανικός της αρχαιότητας. Ο Ή. είναι πολύ γνωστός από τα έργα του στη γεωδαισία, στη μηχανική, στην υδραυλική, στη γεωμετρία και στην οπτική, από τα οποία άλλα διασώθηκαν στο πρωτότυπο και άλλα μας… …   Dictionary of Greek

  • LACHRYMAE — quantopere morientibus olim exoptatae fuerint, diximus supra, ubi de Mortuos Deflendi ritu, item in voce Inflere. Testatur idem Mart. sub persona Urbici pueri, l. 7. Epigr. 96. Quid species, quid lingua mihi, quid profuit aetas? Da lacrimas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξευγενισμός — Διαδικασία κατεργασίας ή επεξεργασίας μη τελικών προϊόντων, με σκοπό τη βελτίωση των χαρακτηριστικών τους. Από τις πιο συνηθισμένες διαδικασίες ε. είναι οι ακόλουθες: Ο ε. των ορυκτών ελαίων, που επιτυγχάνεται με διαδοχικές χημικές επεξεργασίες… …   Dictionary of Greek

  • θερμοπίδακας — ο πηγή θερμού ύδατος που σχηματίζει πίδακα …   Dictionary of Greek

  • πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • φυσητήρας — ο / φυσητήρ, ῆρος, ΝΑ 1. το φυσερό 2. το όργανο τής φάλαινας με το οποίο αυτή ξεφυσάει το νερό νεοελλ. 1. ζωολ. α) γένος και κοινή ονομασία τού κητώδους θηλαστικού Physeter macrocephalus (catodon) τής οικογένειας φυοητηρίδες, γιγάντιου… …   Dictionary of Greek

  • Ντίζελ, Ρούντολφ — (RudolfDiesel, Παρίσι 1858 – Στενό της Μάγχης 1913). Γερμανός μηχανικός και εφευρέτης. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Μονάχου, μελέτησε τις ατμομηχανές με την καθοδήγηση του διάσημου καθηγητή φον Λίντε και ασχολήθηκε με το πρόβλημα της κατασκευής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”